- κάρας
- κάρᾱς , κάραheadfem acc plκάρᾱς , κάραheadfem gen sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καράς — (I) ο 1. μαύρο άλογο 2. φρ. «αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς» λαϊκή κωμική έκφραση που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται πολλά και μεγαλεπήβολα, αλλά δεν προφθάνει να τά… … Dictionary of Greek
καράς — ο (λ. τουρκ.), μαύρο άλογο: Ταύτα είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς (ειδική φράση με κωμικό τόνο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καράς, Σίμων — (Στροβίτσι Ηλείας 1903 – Αθήνα 1999). Μουσικολόγος, λαογράφος και συγγραφέας. Μολονότι σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη μελέτη της ελληνικής μουσικής. Από νεαρή ηλικία μυήθηκε στα ηρωικά τραγούδια, ενώ έμαθε… … Dictionary of Greek
Κᾶρας — Κάρ experimentum facere in corpore vili masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καράς ή Καρόγλου, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821 από τη Σμύρνη. Ήταν επικεφαλής της Ιωνικής Φάλαγγας (την οποία σχημάτισε ο ίδιος το 1825) και συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις στο πλευρό του Νικηταρά και, αργότερα, του Σταματελόπουλου. Μετά την απελευθέρωση κατατάχθηκε στους … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Кумас, Константинос — Константинос Кумас Κωνσταντίνος Κούμας … Википедия
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
Αντιόχεια — I (τουρκ. Antakya).Πόλη (151.500 κάτ. το 2002) της νότιας Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, πρωτεύουσα της επαρχίας Χατάι (5.403 τ. χλμ., 1.297.000 κάτ. το 2002). Χτισμένη στον ποταμό Ορόντη, περίπου 30 χλμ. από τη Μεσόγειο, σε μια εύφορη… … Dictionary of Greek
Καψά, μονή — Διαλυμένο μοναστήρι Δ του ακρωτηρίου Γούδουρου, στη Σητεία της Κρήτης. Ιδρύθηκε στις αρχές του 15ου αι. και ήταν αφιερωμένο στο Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Στο τέλος του ίδιου αιώνα ερημώθηκε από τις επιδρομές των Τούρκων και τη συντήρησή του… … Dictionary of Greek